ΤΟ ΚΑΛΑΡΡΥΤΙΚΟ ΠΡΟΒΑΤΟ
Ο τύπος αυτός είναι μια τις αρκετές παραλλαγές του Ορεινού Ηπειρώτικου προβάτου. Η ονομασία του προέρχεται το ορεινό χωριό Καλαρρύτες του νομού Ιωαννίνων, όπου εκτρέφονταν παλαιότερα σε αρκετά μεγάλο πληθυσμό.
Οι παλαιοί προβατοτρόφοι υποστηρίζουν ότι τα Καλαρρύτικα πρόβατα προήλθαν διασταύρωση του Ορεινού Ηπειρώτικου το πρόβατο της φυλής Comisana της Σικελίας, άτομα της οποίας είχαν εισαχθεί στα μέσα του 18ου αιώνα Συρακκιώτες εμπόρους (γειτονικό χωριό) σκοπό την παραγωγή μαλλιού καλύτερης ποιότητας και περισσότερης ποσότητας σε σχέση αυτή του Βλάχικου προβάτου που εκτρέφανε μέχρι τότε.
Λέγεται ακόμη ότι οι Συρακκιώτες διατηρούσαν περίπου 120.000 πρόβατα, τα οποία τους καλοκαιρινούς μήνες έβοσκαν στους ορεινούς βοσκότοπους των Τζουμέρκων, ακόμη του Σμόλικα και των Αγράφων, ενώ τους χειμερινούς μήνες άλλα διέμεναν στις πεδιάδες της νότιας Ηπείρου και άλλα στις πλησιέστερες της Θεσσαλίας.
Θεωρείται ως απειλούμενη εγκατάλειψη φυλή και για τη διατήρησή της, ως καθαρή φυλή, λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση οι παραγωγοί που έχουν ενταχθεί στο αντίστοιχο πρόγραμμα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων. Η περιοχή κατανομής για το Καλαρρύτικο πρόβατο είναι οι νομοί της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Αιτωλοακαρνανίας.
Στις μέρες μας (Απρίλιος 2006) ο πληθυσμός του προβάτου αυτού, που έχει εντοπισθεί και εξετάζεται τα Κ.Γ.Β.Ζ. Ιωαννίνων και Καρδίτσας στις περιφέρειες αρμοδιότητάς τους, ανέρχεται περίπου σε 5.504 άτομα, διατηρούμενα αμιγώς σε 20 ποίμνια των νομών Ιωαννίνων, Λάρισας, Τρικάλων και Καρδίτσας.
Τα ποίμνια της φυλής είναι μετακινούμενα. Την καλοκαιρινή περίοδο τα ζώα μεταφέρονται σε βοσκοτόπους της οροσειράς των Τζουμέρκων όπου η διατροφή τους στηρίζεται αποκλειστικά στη βόσκηση. Τη χειμερινή περίοδο τα ζώα εκμεταλλεύονται τη φυσική βλάστηση των πεδινών περιοχών της Θεσσαλίας ενώ ένα ποίμνιο παραμένει σταβλισμένο στην ορεινή κοινότητα του Συρράκου. Και στις δύο περιπτώσεις χορηγούνται συμπληρωματικές τροφές.
Το Καλαρρύτικο πρόβατο είναι μικρόσωμο, λιτοδίαιτο, πολύ ανθεκτικό και καλά προσαρμοσμένο στο ορεινό περιβάλλον υψόμετρο 1.300 μ. και άνω.
Ο χρωματισμός του προβάτου αυτού είναι λευκός. Οι παρειές του προσώπου του φέρουν στο μεγαλύτερο μέρος τους, σε μεγάλη ομοιομορφία, βαθύ ερυθρό (κρασάτο) ή ξέθωρο χρωματισμό, όπως και τα αυτιά, το ακρορρίνιο και συχνά οι άκρες των ποδιών του. Το μέτωπο είναι συνήθως λευκό, όπως και το επιρρίνιο, που είναι ελαφρά κυρτό.
Το κεφάλι είναι μετρίου έως μεγάλου μεγέθους. Τα αυτιά έχουν οριζόντια θέση ελαφρά κλίση προς τα κάτω και είναι μετρίου έως μεγάλου μεγέθους. Οι κριοί φέρουν μεγάλα, ελικοειδή και πολύ ισχυρά κέρατα, ενώ οι προβατίνες είναι ακέρατες.
Το Καλαρρύτικο πρόβατο υπερέχει όσον αφορά την κρεοπαραγωγή έναντι όλων των άλλων αντίστοιχών φυλών. Διακρίνεται για το βαθύ και ιδιαίτερα ευρύ στήθος του (περίπου 19 εκ.), το οποίο στο κάτω μέρος διαχωρίζεται επιμήκη αύλακα, ώστε να παρουσιάζεται ως διπλό έντονη μυϊκή ανάπτυξη. Τα βάθος του είναι περίπου 30 εκ. και η περίμετρος του θώρακα επίσης μεγάλη (περίπου 93 εκ.).
Το σώμα του Καλαρρύτικου προβάτου είναι μετρίου μήκους (περίπου 63 εκ.). Ο λαιμός είναι βραχύς και χονδρός. Το ύψος του ακρωμίου (Πίνακας 1) στους κριούς κυμαίνεται 65 -68 εκ. και το βάρος 60-65 χλγ., ενώ στις προβατίνες 57-60 εκ. και 42-46 χλγ. αντίστοιχα. Το μήκος του σώματος φθάνει τα 63 εκ.
Πίνακας 1: Σωματικά μεγέθη Καλαρρύτικου προβάτου:
Κριοί | Προβατίνες | |
Ύψος ακρωμίου | 65-68 εκ. | 57-60 εκ. |
Σωματικό Βάρος | 60-65 χλγ. | 42-46 χλγ. |
Τα πόδια είναι αρκετά κοντά, περίπου 30 εκ., και ιδιαίτερα ισχυρά. Η ουρά είναι στη βάση της πλατιά και καλύπτεται πυκνό μαλλί. Το μαλλί είναι σχεδόν ομοιόμορφό, πυκνό και πολύ απαλό στην αφή.
Ο μαστός είναι μέτριας ανάπτυξης, καλής πρόσφυσης και αρμεκτικότητας. Οι θηλές του είναι ελαφρά πλάγιας κατεύθυνσης και μήκους 3,5 -4,0 εκ., ευχερείς στο άρμεγμα και το θηλασμό.
Η γονιμοποίηση των προβατίνων αρχίζει κατά κανόνα αρχές Ιουνίου έως τις αρχές Αυγούστου. Οι τοκετοί πραγματοποιούνται Νοέμβριο έως τα μέσα Ιανουαρίου. Οι όψιμες προβατίνες και οι αρνάδες γεννούν τις αρχές Φεβρουαρίου έως τα μέσα Μαρτίου. Το 15-20% των τοκετών είναι δίδυμοί.
Η πολυδυμία κυμαίνεται περίπου 1,10 έως 1,15 και η θνησιμότητά τους κατά το πρώτο δεκαήμερο του θηλασμού ανέρχεται σε ποσοστό 3-4 %. Τα αρνιά για σφαγή απογαλακτίζονται στο τέλος της 6ης εβδομάδας της ζωής τους και ζυγίζουν 12-12,5 χλγ., ενώ τα προοριζόμενα για αναπαραγωγή θηλάζουν μέχρι την ηλικία των 2 μηνών και ζυγίζουν περίπου 15 χλγ. Η απόδοση των αρνιών σε σφάγιο κυμαίνεται μεταξύ 60-65 % και το κρέας τους χαρακτηρίζεται εξαιρετικής ποιότητας.
Πίνακας 2: Αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά Καλαρρύτικου προβάτου:
Δείκτης πολυδυμίας (γεννηθέντα αρνιά να τοκετό) | 1,10-1,15 |
Σωματικό βάρος αρνιών στη γέννηση | 3,0-3,5 χλγ. |
Σωματικό βάρος αρνιών στον απογαλακτισμό | 12,0-12,5 χλγ. |
Ηλικία προβατίνων στον πρώτο τοκετό | 16-22 μηνών |
Συχνότητα γεννήσεων | Ανά 12μηνο |
Η εμπορεύσιμη γαλακτοπαραγωγή ανά προβατίνα ανέχεται ετησίως σε 100-110 χλγ., ανάλογα τη διάρκεια του θηλασμού των αρνιών. Η γαλακτική περίοδος δύσκολα φθάνει τις 200 ημέρες. Η ποιότητα του γάλακτος χημική άποψη είναι εξαιρετική, αφού η περιεκτικότητα σε λίπος κυμαίνεται μεταξύ 8-9% και η πρωτεϊνοπεριεκτικότητα φθάνει το 6%.
Πίνακας 3: Παραγωγικά χαρακτηριστικά Καλαρρύτικου προβάτου:
Εμπορεύσιμη γαλακτοπαραγωγή | 100-110 χλγ. |
Λιποπεριεκτικότητα γάλακτος | 8-9% |
Πρωτεϊνοπεριεκτικότητα γάλακτος | 5,5-6,0% |
Ηλικία αρνιών κατά τη σφαγή | 40-45 ημερών |
Απόδοση αρνιών σε σφάγιο | 60-65% |
Εριοπαραγωγή | 1,0-2,3 χλγ. |
Η εριοπαραγωγή είναι χαμηλή (1,2- 1,8 kg) το χρόνο. Το έριο αποτελείται μακριές 15 – 30 cm, χονδρές αγανώδεις τρίχες και βραχείες (6-10cm). Το έριο δεν έχει εμπορική αξία τη σημερινή εποχή και γι’ αυτό δεν πωλείται, ενώ στο παρελθόν το έπαιρναν κάποιοι έμποροι, κυρίως το εξωτερικό σε πολύ χαμηλή τιμή ή αξιοποιούταν τους ίδιους τους κτηνοτρόφους.
Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της φυλής έπαιξαν οι εκτροφείς του, οι οποίοι είναι συναισθηματικά δεμένοι τη φυλή και αρνούνται κατηγορηματικά την εισαγωγή ξένου γενετικού υλικού στα ποίμνιά τους.
Στα πλαίσια του προγράμματος πραγματοποιείται η καταγραφή των τοκετών και της γενεαλογίας στις 4 εκτροφές που συμμετέχουν σε αυτό και διατηρούνται αναλυτικά στοιχειά για την κατάσταση των ποιμνίων. Επιπλέον σε αντιπροσωπευτικό αριθμό ζώων των 4 εκτροφών της φυλής πραγματοποιήθηκε έλεγχος γαλακτοπαραγωγής την εναλλακτική μέθοδο μέτρησης. Τα αποτελέσματα που εξήχθηκαν κατά τις περιόδους εφαρμογής του προγράμματος παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα: